- χαρτοπόλεμος
- ο1. διαμάχη που γίνεται με έγγραφα.2. κομφετί: Στις αποκριές γίνεται μεγάλος χαρτοπόλεμος στους δρόμους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρτοπόλεμος — ο, Ν 1. διαμάχη που διεξάγεται με ανταλλαγή εγγράφων 2. κομφετί 3. μτφ. γραφειοκρατική και αναποτελεσματική αντιμετώπιση ενός προβλήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + πόλεμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Βώτης, Αντώνιος — (1890 – 1970). Θεατρικός συγγραφέας και σκιτσογράφος. Πρωτοεμφανίστηκε το 1912 με την επιθεώρηση Καρνέ του 1912. Ακολούθησαν πολλές επιθεωρήσεις του, είτε γραμμένες από τον ίδιο είτε σε συνεργασία με άλλους. Μεγάλη επιτυχία σημείωσαν Ο παπαγάλος… … Dictionary of Greek